υποκόπανος

υποκόπανος
ο, Ν
το πίσω μέρος τού κοντακίου τών φορητών όπλων, κν. κόπανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κόπανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποκόπανος — ο το κατώτατο μέρος στο κοντάκι των φορητών όπλων: Τον χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπανος — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναούσης του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Βέροιας. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανθεμίων. Ανάμεσα στον οικισμό του Κ. και στην πόλη της Ναόυσας… …   Dictionary of Greek

  • κόπανο — κόπανο, το και κόπανος, ο 1. όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, γουδοχέρι. 2. το ξύλο με το οποίο κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας για να καθαρίσουν. 3. το πισινό μέρος του κοντακίου των όπλων, υποκόπανος. 4. άνθρωπος κουτός και άξεστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”